Sunday, November 30, 2003

For my brother.

by Kostas Karyotakis

You’re a man. But I’m always the same—
the years that passed have left me
freakish, an aged kid.
And I don’t want anything anymore, brother,
the dreams I held in my hands became rust,
so I gave them away, rose petals, to the wind.
When will you be able to forget
the daily concerns that have won you over,
so you can come from over there, slip your arm
around me and, crouched here
listen to all the passions that defeated
the one you love?
Good man, I’d speak to you softly
I’d tell you how they hated me,
how I walked the streets wrecked,
persecuted by everyone, every day,
not knowing from which places I was coming
not knowing to which places I was going.
And because I worship you brother,
if I beheld you, gazed into your weeping eyes,
I’d forget the afflictions of the world
and I’d look far away to the West,
where the clouds turn a muted gold,
enchanted as they kiss the cypress,
for a small sun-bathed city
for a large house where our earliest years
rolled by, and our games of marbles,
for the joys that still keep me
suppliant; I would tell you—but everything’s gone—
about the times that will never come again.

My translation c. 27/11/03



Του αδελφού μου

Είσαι άντρας. Όμως ο ίδιος πάντα μένω
τα χρόνια που περάσανε με αφήσαν
παράξενο παιδάκι γερασμένο.
και δεν ποθώ πια τίποτε, αδελφέ μου
τα ονείρατα στα χέρια που εσκορίσαν
και τα ΄δωκα, ροδόφυλλα, του ανέμου.
Ω, πότε θα μπορέσεις να ξεχάσεις
τις έγνοιες της ζωής που σ΄ εκερδίσαν,
να ΄ρθεις από κει πέρα, να περάσεις
τριγύρω μου το χέρι και σκυμένος
ν΄ακούσεις όσα πάθη εγονατίσαν
αυτόν που τόσο σου ΄ναι αγαπημένος;
Καλέ μου, σιγανά θα σου μιλούσα,
θα σου ΄λεγα πως όλοι μ΄εμισήσαν,
πως ρεύοντας το δρόμο μου έτραβούσα,
διωγμένος κάθε μέρα απ΄τους ανθρώπους,
μην ξέροντας ποιοί τόποι μ΄εκτρατήσαν,
μην ξέροντας σε ποιούς πηγαίνω τόπους.
Κι ως είσαι ο λατρεμένος αδελφός μου,
τα μάτια σου κοιτώντας που εδακρύσαν,
θα ξεχνούσα τα βάσανα του κόσμου,
και βλέποντας μακριά, κατά τη δύση,
τα συννεφάκια που θαμπά εχρυσίσαν
φιλώντας ιλαρά το κυπαρίσσι,
για μια μικρήν ηλιολουσμένη πόλη,
για ένα μεγάλο σπίτι που εκυλήσαν
τα πρώτα πρώτα χρόνια μας και οι βόλοι,
για τις χαρές που ακόμα με κρατούνε
ικέτη, θε να σου ‘λεγα, μα εσβήσαν,
για τους καιρούς που δε θα ξαναρθούνε...

Κώστας Καρυωτάκης






0 Comments:

Post a Comment

<< Home